κλεφτότοπος
Greek Monolingual
ο, και κλεφτοτόπι, το
1. (επί τουρκοκρατίας) τόπος κατάλληλος για διαμονή κλεφτών
2. δυσπρόσιτος, απόκρημνος τόπος
3. τόπος στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, κυρίως να ενεργούν ζωοκλοπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -τόπος (< τόπος), πρβλ. βραχό-τοπος, ερημό-τοπος].