κλεφτότοπος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, και κλεφτοτόπι, το
1. (επί τουρκοκρατίας) τόπος κατάλληλος για διαμονή κλεφτών
2. δυσπρόσιτος, απόκρημνος τόπος
3. τόπος στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, κυρίως να ενεργούν ζωοκλοπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -τόπος (< τόπος), πρβλ. βραχό-τοπος, ερημό-τοπος].