κνημοδέτης

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμο-δέτης, μυστακο-δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].