[Seite 1461] ἡ, = κνιπεία, Sp.
κνιπία, ἡ (Μ)έλλειψη τροφίμων, λιμός («ἐγένετο δὲ ἐν τῷ χρόνω τούτῳ θανατικόν καὶ κνιπία παντὸς εἴδους», Θεοφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με το κνιπός].