κοίμισμα

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το κοιμίζω
1. το να κοιμάται ή να κοιμίζεται κάποιος, η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα
2. μτφ. ξεγέλασμα κάποιου, η δόλια εξαπάτηση, το κορόιδεμα, η παραπλάνηση.