κοίλωσις

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A cavity, Hp.Carn.15, Sor.1.82; hollowing out, of flutes, Nicom.Harm.4,10 (pl., κοιλιώς- codd.).

German (Pape)

[Seite 1467] ἡ, richtigere Lesart für κοιλίωσις Nicom. Harm. p. 172.

Greek (Liddell-Scott)

κοίλωσις: -εως, ἡ, κοίλωμα, ἡ κοιλία, Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 172. ἐσφαλμένως κοιλίωσις ἐν Νικομ. Ἁρμον. σ. 19.

Greek Monolingual

κοίλωσις, ἡ (Α) κοιλώ
η ενέργεια του κοιλώ, η κοίλανση, το κοίλωμα.