κολυμβιτεύω
English (LSJ)
A plunge into a tank, PMasp.9ii30 (vi A.D.).
Greek Monolingual
κολυμβιτεύω (Α)
καταδύομαι σε δεξαμενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί κολυμβητ-εύω < κολυμβητής.
A plunge into a tank, PMasp.9ii30 (vi A.D.).
κολυμβιτεύω (Α)
καταδύομαι σε δεξαμενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί κολυμβητ-εύω < κολυμβητής.