κολυμβιτεύω

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   A plunge into a tank, PMasp.9ii30 (vi A.D.).

Greek Monolingual

κολυμβιτεύω (Α)
καταδύομαι σε δεξαμενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί κολυμβητ-εύω < κολυμβητής.