κολόκυνθος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ,

   A = κολοκύνθη, AP9.532 tit., PLond.5.1881 (vi A.D.); κ. ἄγριος Ps.-Dsc.4.176:— written κολύκιντος PTeb.131 (ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1474] u. κολόκυντος, ὁ, = κολοκύνθη, vgl. Lob. zu Phryn. 437.

Greek (Liddell-Scott)

κολόκυνθος: καὶ -τος, ὁ, = κολοκύνθη, -τη, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 587.

Greek Monolingual

κολόκυνθος και κολόκυντος, ὁ (Α)
κολοκύνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κολοκύνθη με αλλαγή γένους].