κολόκυντος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
v. κολλόροβον IV.
Greek Monolingual
κολόκυντος, ὁ (Α)
βλ. κολόκυνθος.
German (Pape)
ὁ, = κολοκύνθη.