κόνισις

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A exercise in the arena, δρόμου . . καὶ πάλης καὶ κονίσεως (v.l. κινήσεως) Arist.Cael.292a26.    II f.l. for κόμμωσις (q. v.), Id.HA623b31.

German (Pape)

[Seite 1481] ἡ, bei Arist. H. A. 9, 40 A., v. l. κώνησις, Wachsanstrich des Bodens in den Bienenstöcken, = κήρωσις. Man vermuthet κονίασις.

Greek (Liddell-Scott)

κόνῑσις: -εως, ἡ, ἄσκησις ἐν τῇ κονίστρᾳ (ἴδε κονίστρα 2), δρόμου... καὶ πάλης καὶ κονίσεως (διάφ. γραφ. κινήσεως) Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 12, 7. ΙΙ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6 (ἔνθα ὑπάρχουσι οὐκ ὀλίγαι διάφοροι γραφαί), διορθωτέον πιθανῶς κόμμωσις ἐκ τοῦ Πλινίου.

Greek Monolingual

κόνισις, ἡ (Α) κονίω
άσκηση στην κονίστρα της παλαίστρας.