κονίστρα
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
German (Pape)
[Seite 1481] ἡ, der Staubplatz, ein mit seinem Sande bedeckter Platz, in welchem sowohl die Ringer mit einander kämpfern, Plut. Symp. 2, 4 u. A., als auch Pferde sich wälzen u. tummeln, sonst ἀλινδήθρα, Poll. 3, 154, und Vögel sich wälzen u. baden, Arist. H. A. 9, 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
arène de lutteurs.
Étymologie: κονίω.
Russian (Dvoretsky)
κονίστρα: ἡ конистра
1 покрытая песком площадка для состязаний в борьбе Plut.;
2 песчаная площадка для птиц Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κονίστρα: ἡ, (κονίω) τόπος κεκαλυμμένος ὑπὸ κόνεως· ὅθεν, τόπος κυλίσματος, οἵους ποιοῦσι τὰ πτηνὰ ἐν τῇ κόνει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 1· πρβλ. κυλίστρα, ἁλινδήθρα. 2) ἡ κονίστρα τῆς παλαίστρας, Λυκόφρ. 867, Πλούτ. 2. 638C· δρόμοι καὶ κ. καὶ γυμνάσια Αἰλ. π. Ζ. 11. 10, πρβλ. 6. 15, Εὐστ. 382. 32· ― Κατὰ Σουΐδ. ἐν λ. σκηνή: «μετὰ τὴν θυμέλην ἡ κονίστρα, τουτέστι τὸ κάτω ἔδαφος τοῦ θεάτρου».
Greek Monolingual
η (ΑM κονίστρα)
νεοελλ.
κάθε πνευματικό, κοινωνικό ή πολιτικό πεδίο δράσης, όπου διαγωνίζεται κάποιος με άλλους, στίβος («είναι πολλά χρόνια γνωστός στην πνευματική κονίστρα»)
μσν.-αρχ.
1. σκάμμα καλυμμένο με λεπτή άμμο, όπου πάλευαν και κυλιούνταν οι παλαιστές
2. κάθε τόπος καλυμμένος με σκόνη
αρχ.
1. τόπος κυλίσματος που σχηματίζουν τα πτηνά για να κάθονται στη σκόνη («ὅταν ποιήσωνται ἐν τῷ λείῳ κονίστραν ἐπηλυγασάμενοι ἄκανθάν τινα καὶ ὕλην... τίκτουσι καὶ ἐπῳάζουσιν», Αριστ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) το δάπεδο του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ- (πρβλ. μέλλ. κονίσ-ω του κονίω) + επίθημα -τρα (πρβλ. ξύστρα, παλαίστρα)].