κοπιάτης

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A grave-digger, Cod.Theod. 13.1.1, 16.2.15, Just.Nov.59.2, Gloss.:—also κοπιᾶς, ᾶτος, ὁ, in dat. pl. κουπιᾶσιν (sic) BCH24.306 (Philippi).

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, der Todtengräber, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπιάτης: ᾱ, ου, ὁ, ὁ σκάπτων τάφους, νεκροθάπτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 9227, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

κοπιάτης, ὁ (ΑM) κοπιώ
αυτός που έχει ως επάγγελμα να σκάβει τάφους, νεκροθάφτης
αρχ.
εργατικό, φιλόπονο άτομο.