τοτόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -στάσι (< -στά-σιον < ασθενές θ. στᾰ- του ἵστημι, πρβλ. ἔ-στᾰ-μεν, στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. εικονο-στάσι, λιο-στάσι].