ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
το
τόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -στάσι (< -στά-σιον < ασθενές θ. στᾰ- του ἵστημι, πρβλ. ἔ-στᾰ-μεν, στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. εικονοστάσι, λιοστάσι].