-άω και κοντολογίζω (Μ κοντολογῶ, -άω)νεοελλ.μιλώ σύντομα, λέω κάτι με λίγα λόγιαμσν.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοντολογημένος, -η, -ονσύντομος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -λογώ (< -λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. μωρο-λογώ, πολυ-λογώ].