κόπτρα

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

τά,

   A wages for cutting, ἀράκου PLond.3.1171 (i B. C.), cf. PLips.106.7 (i A. D.).

Greek Monolingual

κόπτρα, τὰ (Α)
κόπτω
η αμοιβή για το κοπάνισμα του σιταριού με την κοπτούρα.