κοροκόσμιον

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

τό,

   A girl's toy or ornament, of masks placed at crossroads, AB102, cf. Sch.Theoc.2.110.    II pupil of the eye, PLond. 1821.27.

Greek (Liddell-Scott)

κοροκόσμιον: τό, κορασίου παιγνίδιονκόσμημα, Κλήμ. Ἀλ. 51, Α. Β. 102.

Greek Monolingual

κοροκόσμιον, τὸ (Α)
1. παιχνίδι ή κόσμημα κοριτσιού
2. η κόρη του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρ-η + συνδετικό φωνήεν -ο- + κόσμ-ιον «στολίδι» (< κόσμος)].