το1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα2. μικρό κομμάτι κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. βαλαν-ίδι, λεπ-ίδι)].