χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
το1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα2. μικρό κομμάτι κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. βαλανίδι, λεπίδι)].