κρασοκατάνυξη

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1., ιδιόρρυθμη ψυχική κατάσταση που προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση κρασιού
2. μεγάλη οινοποσία, μεθοκόπι, που γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, με θρησκευτική κατάνυξη.