κατάνυξη

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάνυξις)
1. έξαρση της ψυχής από ευσέβεια, βαθιά ευλάβεια, έκσταση
2. πρόκληση μεγάλης συγκίνησης
αρχ.
νάρκη, λήθαργος («ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανύσσω. Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. κατανύσσω.