κοφινέλο

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
αλιευτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη ψαριών που κινούνται κατά σμήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοφίνι + κατάλ. -έλο (< ιταλ. -ello), πρβλ. μοντ-έλο, καπ-έλο].