κρεοστάθμη
English (LSJ)
ἡ,
A butcher's steelyard, Ar.Fr.799.
Greek (Liddell-Scott)
κρεοστάθμη: ἡ, στάθμη, ζυγαριὰ τοῦ κρέατος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 633· ― ἴδε κρεω-.
Greek Monolingual
κρεοστάθμη, ἡ (Α)
ζυγαριά για ζύγισμα κρεάτων.
ἡ,
A butcher's steelyard, Ar.Fr.799.
κρεοστάθμη: ἡ, στάθμη, ζυγαριὰ τοῦ κρέατος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 633· ― ἴδε κρεω-.
κρεοστάθμη, ἡ (Α)
ζυγαριά για ζύγισμα κρεάτων.