κρυπτήριος

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

α, ον,

   A convenient for concealing, ἄντρον Orac. ap. Paus.8.42.6; κρυπτήριον, τό, dungeon, prob. l. in E.Cret.48.

German (Pape)

[Seite 1515] bequem zum Verbergen; ἄντρον, Orak. bei Paus. 8, 42; τὸ κρυπτήριον, Sp., der Schlupfwinkel.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτήριος: -α, -ον, ἁρμόδιος πρὸς ἀπόκρυψιν, κρυπτήριον ἄντρον Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6· κρυπτήριον, τό, κρυψών, κρύπτηεἱρκτή, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, 809D.

Greek Monolingual

κρυπτήριος, -ία, -ον (Α) κρυπτήρ
1. σκοτεινός
2. κατάλληλος για απόκρυψη, κατάλληλος για να κρυφτεί κάποιος («κρυπτήριον ἄντρον»)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κρυπτηρία
κρύπτη, κρυψώνας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτήριον
α) κρύπτη, κρυψώνας θησαυρού
β) υπόγεια φυλακή, ειρκτή.