πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time
η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή)φυλακή, δεσμωτήριονεοελλ.πρόσκαιρη κάθειρξηαρχ.γυναικωνίτης.