οζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας cracidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. crax (< νεώτ. λατ. crax, μεταπλασμένος τ. του κρεξ].