κρεξ
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
Greek Monolingual
κρέξ, -εκός, ἡ (Α)
1. μτφ. αλαζόνας
2. τρίχα («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», Ευστ.)
3. μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο πτηνό που μοιάζει με το ορτύκι («τούτους δ' ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσιν», Αριστοφ.)
φρ. «δυσάρπαγος κρέξ» — ως χαρακτηρισμός της Ελένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ονοματοποιία και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. krkara- «είδος πέρδικας», μέσ. ιρλδ. cercc «κότα», αρχ. πρωσ. kerko «άγρια πάπια» και ρωσ. krečet «γεράκι» και ίσως με κερκάς, κερκιθαλίς, κέρκος «ουρά»].