κραξ

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας cracidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. crax (< νεώτ. λατ. crax, μεταπλασμένος τ. του κρεξ].