κροκόβαπτος

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ον,

   A saffron-dyed, A.Pers.660.

German (Pape)

[Seite 1511] mit Saffran gefärbt, ποδὸς εὔμαρις Aesch. Pers. 660.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόβαπτος: -ον, βεβαμμένος διὰ κρόκου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.

Greek Monolingual

κροκόβαπτος, -ον (Α)
ο βαμμένος με κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαπτός (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»)].