κυπρινέλαιον

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

τό,

   A = κύπρινον, Alex.Trall.3.3.

German (Pape)

[Seite 1534] τό, = Folgdm, sp. Medic.

Greek Monolingual

κυπρινέλαιον και κυπρινοέλαιον, τὸ (Μ)
το λάδι που παρασκευαζόταν από τα λουλούδια του δένδρου κύπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + ἔλαιον.