κυπρινέλαιον
English (LSJ)
τό,
A = κύπρινον, Alex.Trall.3.3.
German (Pape)
[Seite 1534] τό, = Folgdm, sp. Medic.
Greek Monolingual
κυπρινέλαιον και κυπρινοέλαιον, τὸ (Μ)
το λάδι που παρασκευαζόταν από τα λουλούδια του δένδρου κύπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + ἔλαιον.