κύτταρο

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α κύτταρον)
νεοελλ.
1. βιολ. δομική και λειτουργική μονάδα που αποτελεί το βασικό συστατικό στοιχείο κάθε έμβιου όντος
2. φρ. «φωτοηλεκτρικό κύτταρο» — διάταξη που μετατρέπει τη φωτεινή ακτινοβολία σε ηλεκτρική ενέργεια
αρχ.
κύτταρος, κυψέλη κηρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κύτταρος, με αλλαγή γένους].