κωλυσιεργός

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

όν,

   A hindering from work, τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.Protr.21.κβ.

German (Pape)

[Seite 1543] die Arbeit hindernd, störend, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσιεργός: -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.

Greek Monolingual

-ό(ν) (Α κωλυσιεργός, -όν)
αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός, ανεν-εργός. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.