μετεωρόρριζος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρόρριζος: -ον, ὁ ἔχων τὰς ῥίζας κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4.

Greek Monolingual

μετεωρόρριζος, -ον (Α)
(για φυτό) αυτός που έχει τις ρίζες στην επιφάνεια της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύ-ρριζος, μακρό-ρριζος].