μοσχολίβανο
Greek Monolingual
και μοσκολίβανο, το (Μ μοσχολίβανον και μοσκολίβανο και μουσκολίβανο)
μοσχοθυμίαμα, παχύρρευστη αρωματική ρητινώδης ύλη που εκκρίνεται από δέντρα τών γενών στύραξ και λινδέρα και όταν καίγεται αναδίδει ευχάριστη ευωδιά («κι ο καπνός του μοσχολίβανου από τα λιβανιστήρια», Σολωμ.)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία δένδρων τών γενών στύραξ και λινδέρα.