μερσίνη

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μερσινιά, η
1. κοινή ονομασία του θαμνώδους και αρωματικού φυτού μύρτος η κοινή, αλλ. μυρτιά, μερτιά, μυρσίνη, σμυρτιά, σμερτιά
2. κοινή ονομασία του ακανθόφυλλου κοσμητικού φυτού οξυμυρσίνη η ακανθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυρσίνη, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-].