μορφινομανής

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
αυτός που πάσχει από μορφινομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomane (< μορφίνη + -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].