η
ιατρ. εθισμός και εξάρτηση από τη μορφίνη, ακατανίκητο πάθος για τη μορφίνη, τυπική μορφή τοξικομανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomanie (< μορφίνη + -μανία < -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].