μεταλλογραφία

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. τεχνολ. η μεταλλογνωσία
2. (γραφ. τέχν.) μέθοδος της λιθογραφίας κατά την οποία, αντί του λίθου, χρησιμοποιείται πλάκα από ψευδάργυρο ή κοκκώδες αλουμίνιο.