μεσαίτατος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

μεσαίτερος,

   A v. μέσος VI.

German (Pape)

[Seite 136] u. μεσαίτερος, superl. u. compar. zu μέσος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαίτατος: -τερος, ἴδε ἐν λ. μέσος VI.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de μέσος.

Greek Monolingual

μεσαίτατος, -άτη, -ον (ΑM, Μ και μέσιος, -ία, -ον)
υπερθ. του μέσος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον
το μέσο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι- βλ. μεσο-) + κατάλ. υπερθ. -τατος (πρβλ. παλαίτατος)].