μεσαίτατος

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαίτατος Medium diacritics: μεσαίτατος Low diacritics: μεσαίτατος Capitals: ΜΕΣΑΙΤΑΤΟΣ
Transliteration A: mesaítatos Transliteration B: mesaitatos Transliteration C: mesaitatos Beta Code: mesai/tatos

English (LSJ)

μεσαίτερος, v. μέσος VI.

German (Pape)

[Seite 136] u. μεσαίτερος, superl. u. compar. zu μέσος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de μέσος.

Russian (Dvoretsky)

μεσαίτατος: superl. к μέσος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαίτατος: -τερος, ἴδε ἐν λ. μέσος VI.

Greek Monolingual

μεσαίτατος, -άτη, -ον (ΑM, Μ και μέσιος, -ία, -ον)
υπερθ. του μέσος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον
το μέσο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι- βλ. μεσο-) + κατάλ. υπερθ. -τατος (πρβλ. παλαίτατος)].

Greek Monotonic

μεσαίτατος: -τερος, βλ. μέσος V.