μελλάρχων

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἄρχων-

   A designate, Müller-Bees Inschriften der jüdischen Katakombe Nos. 106, 136.

Greek Monolingual

μελλάρχων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἄρχων (πρβλ. πρωτ-άρχων, φιλ-άρχων)].