μελλάρχων

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλάρχων Medium diacritics: μελλάρχων Low diacritics: μελλάρχων Capitals: ΜΕΛΛΑΡΧΩΝ
Transliteration A: mellárchōn Transliteration B: mellarchōn Transliteration C: mellarchon Beta Code: mella/rxwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἄρχων-designate, Müller-Bees Inschriften der jüdischen Katakombe Nos. 106, 136.

Greek Monolingual

μελλάρχων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἄρχων (πρβλ. πρωτάρχων, φιλάρχων)].