λινοκάρυκες

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

οἱ τὰ λινὰ πωλοῦντες, Hsch.

Greek Monolingual

λινοκάρυκες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ τὰ λινὰ πωλοῡντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κάρυξ, -υκος, δωρ. τ. του κῆρυξ.