Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Full diacritics: λῐνοκάρυκες | Medium diacritics: λινοκάρυκες | Low diacritics: λινοκάρυκες | Capitals: ΛΙΝΟΚΑΡΥΚΕΣ |
Transliteration A: linokárykes | Transliteration B: linokarykes | Transliteration C: linokarykes | Beta Code: linoka/rukes |
οἱ τὰ λινὰ πωλοῦντες, Hsch.
λινοκάρυκες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ τὰ λινὰ πωλοῦν
τες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κάρυξ, -υκος, δωρ. τ. του κῆρυξ.