(ΑΜ μετουσιῶ, -όω) μετούσιος1. μεταβάλλω την ουσία, τη φυσική υπόσταση πράγματοςνεοελλ.-μσν.(το παθ.) μετουσιώνομαι(για τον άρτο και τον οίνο της θείας μεταλήψεως) μετατρέπομαι σε σώμα και αίμα Χριστού.