λάσιον

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

τό,

   A a rough cloth, Sapph.89 (pl.); λάσιον ἐπιβεβλημένος Theopomp.Com.36, cf. Artem. Gramm. ap. Erot.; perh. to be read for σίαλον in Hp.Acut. (Sp. ) 37.

Greek (Liddell-Scott)

λάσιον: [ᾰ], τό, δασὺ λινοῦν ὕφασμα, Σαπφὼ (89) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 74· λάσιον ἐπιβεβλημένος Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 4.

Greek Monolingual

λάσιον, τὸ (Α)
είδος σκληρού υφάσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. λάσιος «δασύτριχος»].