λειόσπερμος

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
(για φυτό) αυτός που έχει λεία σπέρματα, δηλαδή χωρίς τρίχες, αυλακώσεις ή σαρκώδεις αποφύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. έν-σπερμος, μονό-σπερμος].