Λιβύηθε

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

French (Bailly abrégé)

adv.
de la Libye.
Étymologie: Λιβύη, -θε.

Greek Monolingual

Λιβύηθε(ν) και δωρ. τ. Λιβύαθε(ν) (Α)
επίρρ. από τη Λιβύη («ὡς ὅκα τὸν Λιβύαθε ποτὶ χρόμιν ᾆσας ἐρίσδων», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λυκίη-θεν, Σπάρτη-θεν)].