-ο και λησταπόδοχος, -οαυτός που δέχεται και κρύβει ληστή ή πράγματα που προέρχονται από ληστεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αποδόχος (< αποδέχομαι), πρβλ. κλεπτ-αποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].