λιμενόφραγμα

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
κινητό πλωτό ζεύγ
μα από σχεδίες ή κορμούς δένδρων ή άλλα πλωτά μέσα με το οποίο φράσσεται το λιμάνι και εμποδίζεται ο είσπλους.