είσπλους

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source

Greek Monolingual

ο (AM εἴσπλους, Α και εἴσπλοος)
1. είσοδος πλοίων σε λιμάνι
2. το στόμιο λιμένος («μὴ στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν»)
αρχ.
το δικαίωμα είσπλου, εισόδου.